- υποχαλώ
- -άω, ΜΑχαλαρώνω κάτι λίγο («τὰ νεῡρα ὑποχαλᾱται τοῑς κάμνουσι», Ευστ.)μσν.μτφ. υποχωρώ, ενδίδωαρχ.1. παύω, σταματώ («ἕστηκε δὲ ἀνὴρ αὐλῶν τεχνίτης, καὶ ὃς ὅτι μάλιστα πειρᾱται τοῡ μέλους ὑποχαλᾱν», Αιλ.)2. (αμτβ.) χαλαρώνω λίγο («κεραία μὴ ὑποχαλῶσα καὶ ὑπενδίδουσα», Ρήτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + χαλῶ «χαλαρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.